κολπεκτομή

κολπεκτομή
η
ιατρ.
1. αφαίρεση κολπικού τοιχώματος, συνήθως μερική, κατά την εκτέλεση τής εγχείρησης για κυστεοκήλη, ορθοκήλη ή πρόπτωση τής μήτρας
2. ριζική εγχείρηση αφαίρεσης ενός παραρρινικού κόλπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpectomie < colp(o)- < κόλπος) + -ectomie (< νεολατ. -ectomia < ἐκτομή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”